ραφή

ραφή
η / ῥαφή, ΝΜΑ
1. το να ράβει κανείς κάτι, να συνενώνει ράβοντας με κλωστή, το ράψιμο (α. «κοπή και ραφή στρατιωτικών στολών
β. «τμήσει καὶ ῥαφῇ χρωμένη σύνθεσις», Πλάτ.)
2. το σημείο ή η γραμμή, στην οποία συνδέονται με ράψιμο κομμάτια υφάσματος, δέρματος ή άλλου υλικού (α. «ξηλώθηκε η ραφή τού παπουτσιού» β. «ῥαφαὶ δ' ἐλέλυντο ἱμάντων», Ομ. Οδ.)
3. η οδοντωτή σύνδεση τών οστών τού κρανίου και τού μετώπου μεταξύ τους («κεφαλὴ οὐκ ἔχουσα ῥαφάς», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. τα σημεία, στα οποία συνενώνονται μετάλλινα ελάσματα με καρφιά (α. «οι ραφές τών λεβήτων» β. «ραφή τού ντεπόζιτου»
2. ιατρ. η συγκράτηση σε επαφή δύο ιστικών επιφανειών με ράμματα, καθώς και η συνένωση τών χειλέων ενός δερματικού τραύματος με μεταλλικούς αγητήρες ή με άλλα μέσα
3. ανατ. γραμμή τού δέρματος ή μιας απονεύρωσης που προεξέχει και μοιάζει με ουλή, όπως είναι λ.χ. η ραφή που διαιρεί το όσχεο και το περίνεο σε δύο πλάγια συμμετρικά τμήματα
4. βοτ. παρυφή τού εξωτερικού στρώματος τού περιβλήματος ή κελύφους τού σπέρματος, η οποία διατρέχει κατά μήκος την πλευρά που βρίσκεται απέναντι από τη μικροπύλη στις ανατροπές σπερμοβλάστες
5. σχισμή που διατρέχει κατά μήκος το κυτταρικό τοίχωμα τών κινητών διατόμων που εμφανίζουν αμφίπλευρη συμμετρία
μσν.
ῥαφίς*, βελόνα
αρχ.
η πτύχωση που γίνεται για να τοποθετηθεί πόρπη («ἐνδυσάμενος τὸν χιτῶνα καὶ τὴν ῥαφὴν ἐκ τοῡ δεξιοῡ παραλυσάμενος ὤμου», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥαφ- τού ῥάπτω (πρβλ. απρμφ. παθ. αόρ. ῥαφ-ῆναι) + κατάλ. -ή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ῥαφή — seam fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαφῇ — ῥάπτω sew together aor subj pass 3rd sg ῥαφῆι , ῥαφεύς stitcher masc dat sg (epic ionic) ῥαφή seam fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ραφή — η 1. η σύνδεση που γίνεται με κλωστή και βελόνι: Το ρούχο χάλασε, κι οι ραφές κρατούσαν. 2. το σημείο που συνδέονται δύο επιφάνειες: Ραφές του κρανίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ῥαφῆι — ῥαφῇ , ῥάπτω sew together aor subj pass 3rd sg ῥαφεύς stitcher masc dat sg (epic ionic) ῥαφῇ , ῥαφή seam fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαφᾶν — ῥάφη a large kind of radish fem gen pl (doric aeolic) ῥαφή seam fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαφῶν — ῥάφη a large kind of radish fem gen pl ῥαφή seam fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαφαῖς — ῥαφή seam fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαφαί — ῥαφή seam fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαφήν — ῥαφή seam fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξώραφος — η, ο αυτός που έχει τη ραφή από την έξω πλευρά, ο ραμμένος εξωτερικά, που η ραφή του διακρίνεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < έξω + ραφή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”